υποστηρικτής

υποστηρικτής
1) advocate
2) supporter

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποστηρικτής — και υποστηριχτής, ο, θηλ. υποστηρίκτρια και υποστηρίχτρια, Ν αυτός που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποστηρίζω. Ο τ. υποστηρικτής μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά, ενώ το θηλ. υποστηρίκτρια από το 1886 στην… …   Dictionary of Greek

  • υποστηρικτής — ο θηλ. ίκτρια και υποστηριχτής, ο θηλ. ίχτρια αυτός που υποστηρίζει (βλ. λ.): Έχει υποστηριχτές, γι αυτό διορίστηκε. – Ο υποστηριχτής αυτής της άποψης έχει δίκιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γαβριηλίδης, Βλάσης — (Κωνσταντινούπολη 1848 – Αθήνα 1920). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου διακρίθηκε τόσο ώστε ο πλούσιος ομογενής Γ. Σίνας ανέλαβε να τον στείλει με έξοδά του να σπουδάσει στο εξωτερικό και πήγε στη Λειψία,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • βερισμός — Λογοτεχνικό ρεύμα στην Ιταλία, αντίστοιχο προς τον γαλλικό νατουραλισμό. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι., η τάση εκείνη του ρομαντισμού που απέβλεπε στη λέξη μουσική είχε περιοριστεί σε έναν αφηρημένο συναισθηματισμό.Εναντίον του αντέδρασε ο ίδιος… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κοντορσέ, Μαρί Ζαν Αντουάν Νικολά ντε Καριτά — (Marie Jean Antoine Nicolas de Caritat Condorcet, Ριμπόν 1743 – Μπουργκ λα Ρεν 1794). Γάλλος φιλόσοφος. Ένθερμος υποστηρικτής των αναμορφωτικών ιδεών της εποχής του, χρημάτισε, μετά το 1789, βουλευτής και πρόεδρος της νομοθετικής συνέλευσης, στην …   Dictionary of Greek

  • Μποντέν, Ζαν — (Jean Bodin, Ανζέ 1530 – Λαν 1596). Γάλλος πολιτικός συγγραφέας και δημοσιολόγος. Καθηγητής της νομικής στην Τουλούζη, άσκησε τη δικηγορία στο Παρίσι (1561) και κατόπιν μπήκε στην υπηρεσία του βασιλιά. Ο Μ. έζησε την εποχή των θρησκευτικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”